- φρασεολόγιο
- το, Νοι λέξεις και οι φράσεις που χρησιμοποιεί κανείς, λεξιλόγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φράσις, -εως + συνδ. φωνήεν -ο- + -λόγιο*. Η λ., στον λόγιο τ. φρασεολόγιον, μαρτυρείται από το 1867 στον Γ. Καλαποδόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρασεολόγιο — το οι λέξεις που χρησιμοποιεί κανείς, το λεξιλόγιο κάποιου: Μίλησε με υβριστικό φρασεολόγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)